πασσαλόχτιστος

πασσαλόχτιστος
-η, -ο
ο χτισμένος πάνω σε πασσάλους: Λιμναίες πασσαλόχτιστες κατοικίες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πασσαλόκτιστος — και πασσαλόχτιστος, η, ο ο χτισμένος ή ο θεμελιωμένος με πασσάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάσσαλος + κτίζω / χτίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”